-
1 εμφανής
ης, ες1) видный, заметный;εις εμφανές μέρος — навидном месте;
2) явный, очевидный, ясный;§ εκ (илиμάχομαι εκ τού εμφανούς — открыто бороться
-
2 ξυμμαχομαι
(ᾰχ) (fut. συμμαχοῦμαι)1) вместе сражаться, воевать в союзе(τινι Xen., Plat.)
τέν ἐν Μαντινεία μάχην σ. Aeschin. — участвовать в сражении при Мантинее;σ. πρός τινα Arst. — совместно бороться против кого-л.2) оказывать помощь, помогать(τινι Xen.)
τὸ οἰκὸς ἐμοὴ συμμάχεται (v. l. συμμαχέεται) Her. — правдоподобие (здесь) на моей стороне;οὐ μόνος, ἀλλὰ μετὰ τοῦ ξίφους τοῦ συμμεμαχημένου Luc. — не один, а в сопровождении верного меча -
3 συμμαχομαι
(ᾰχ) (fut. συμμαχοῦμαι)1) вместе сражаться, воевать в союзе(τινι Xen., Plat.)
τέν ἐν Μαντινεία μάχην σ. Aeschin. — участвовать в сражении при Мантинее;σ. πρός τινα Arst. — совместно бороться против кого-л.2) оказывать помощь, помогать(τινι Xen.)
τὸ οἰκὸς ἐμοὴ συμμάχεται (v. l. συμμαχέεται) Her. — правдоподобие (здесь) на моей стороне;οὐ μόνος, ἀλλὰ μετὰ τοῦ ξίφους τοῦ συμμεμαχημένου Luc. — не один, а в сопровождении верного меча -
4 θάνατος
ο1) смерть (тж. о животном, растении); кончина;φυσικός (βίαιος) θάνατος — естественная (насильственная) смерть;
αίφνίδιος θάνατος — скоропостижная смерть;
μετά -ατον посмертно;σε περίπτωση -ατού в случае (или на случаи) смерти; 2) перен. смерть, гибель;πολιτικός θάνατος — гражданская смерть;
ηθικός θάνατος — нравственное падение;
αυτό είναι θάνατος γιά μάς — это для нас гибель, катастрофа;
του είναι θάνατος η παύση του από την εργασία — увольнение с работы для него равносильно смерти;
3) потеря (разума, рассудка и т. п.);θάν της μνήμης — потеря памяти;
§ σιγή -ατού гробовое молчание;μισώ μέχρι -ατού смертельно ненавидеть; μάχομαι μέχρι -ατού сражаться не на жизнь, а на смерть; είμαι μεταξύ ζωής και -ατού быть между жизнью и смертью;είναι γιά θάνατο — его дни сочтены (о больном);
καταδικάζω σε θάνατό — выносить смертный приговор
См. также в других словарях:
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
μάχομαι — 1. δίνω μάχη, πολεμώ, συγκρούομαι: Οι στρατιώτες μάχονταν για την ελευθερία της πατρίδας. 2. μτφ., αγωνίζομαι σκληρά, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια: Μάχεται για την προάσπιση των συμφερόντων της οικογένειάς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
θεομαχώ — (AM θεομαχῶ, ποιητ. τ. θεημαχώ, έω) [θεομάχος] μάχομαι κατά τού θεού (ή τών θεών) … Dictionary of Greek
πνευματομαχώ — έω, ΜΑ [πνευματομάχος] μάχομαι κατά τού Αγίου Πνεύματος … Dictionary of Greek
προσμιγνύω — προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α [μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω] νεοελλ. 1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω 2. μτφ. νοθεύω αρχ. 1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως 2. φέρνω κοντά, ενώνω … Dictionary of Greek
συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… … Dictionary of Greek
χριστομαχώ — έω, ΜΑ [χριστομάχος] εκκλ. μάχομαι εναντίον τού Χριστού … Dictionary of Greek
πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… … Dictionary of Greek
καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek